σλικ

σλικ
το, Ν
ωκεαν. κηλίδα ή λωρίδα σε μια σχετικά αδιατάρακτη ωκεάνια ή λιμναία επιφάνεια, η οποία σχηματίζεται σε θέσεις όπου η επιφανειακή τάση είναι μειωμένη λόγω ενός μονομοριακού στρώματος οργανικού υλικού που δημιουργείται από το πλαγκτόν ή από τον άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. slick < ρ. slick «γλιστρώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σλίκ(κ)ε — το, Ν ωκεαν. τμήμα ιλυώδους πεδίου που βρίσκεται πάνω από τη μέση στάθμη τής επιφάνειας τής θάλασσας και το οποίο δεν καλύπτεται από βλάστηση, αλλά κατακλύζεται από νερό σε κάθε παλιρροϊκό κύκλο …   Dictionary of Greek

  • Σλικ, Μόριτς — (Schlick). Γερμανός φιλόσοφος (Βερολίνο 1882 Βιέννη 1936). Καθηγητής της φυσικής στο πανεπιστήμιο του Κίελου ως το 1922, έγινε μετά καθηγητής της θεωρητικής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Βιέννης, όπου υπήρξε ο εμψυχωτής του «Κύκλου της Βιέννης» …   Dictionary of Greek

  • Χαλίμπερτον, Τόμας Τσάλντερ — (Haliburton, 1796 – 1865). Καναδός συγγραφέας. Ήταν κυρίως ευθυμογράφος και υπήρξε ο δημιουργός του Σαμ Σλικ, γυρολόγου ρολογά, του οποίου οι κωμικές περιπέτειες περιγράφονται με λεπτό χιούμορ σε σειρές ευθυμογραφημάτων τα οποία εκδόθηκαν από το… …   Dictionary of Greek

  • νεοθετικισμός — Ευρεία φιλοσοφική κίνηση, που άρχισε κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο στην Αυστρία και στη Γερμανία και διαδόθηκε κατόπιν με ποικίλες κατευθύνσεις κυρίως στις αγγλόφωνες χώρες. Συνώνυμες έννοιες είναι ο λογικός εμπειρισμός, λογικός θετικισμός …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Βάισμαν, Φρίντριχ — (Friedriech Waismann, Βιέννη 1896 – 1959). Αυστριακός φιλόσοφος. Συγκαταλέγεται στα αρχικά και προεξέχοντα μέλη του Κύκλου της Βιέννης, μαζί με τον Καρνάπ και τον Σλικ, ενώ αργότερα δίδαξε στα πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ. Με το… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • Φρανκ, Φιλίπ — (Frank, Βιέννη 1884 – Κέμπριτζ, Μασαχουσέτη 1966). Αυστριακός φυσικός και φιλόσοφος. Δίδαξε στην Πράγα και στις ΗΠΑ. Υπήρξε ένας από τους ιδρυτές του Κύκλου της Βιέννης και ένας από τους σπουδαιότερους αντιπρόσωπους, μαζί με τον Σλικ, της θεωρίας …   Dictionary of Greek

  • φυσικισμός — (physicalismus). Θεωρία που αναπτύχθηκε μέσα στα πλαίσια του νεοθετικισμού, και κυρίως στον Κύκλο της Βιέννης. Βασικό χαρακτηριστικό της θεωρίας αυτής, της οποίας κύριος υποστηρικτής είναι ο Ότο Νόιρατ, είναι η θέση ότι όλες οι περιοχές της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”